κεφαλατίκι(ο)ν

κεφαλατίκι(ο)ν
κεφαλατίκι(ο)ν και κεφαλατίκι, τὸ (Μ)
1. άρχοντας, αφέντης, αρχηγός
2. έδρα ή εδαφική περιοχή στην οποία εκτεινόταν η εξουσία ενός κεφαλά*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλάτικον + κατάλ. -ιον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”